Ομιλία κατά τη συζήτηση στη Βουλή της πρότασης νόμου του ΠΑΣΟΚ, αρμοδιότητος Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, για την «Αύξηση της απασχόλησης και αντιμετώπιση της ανεργίας».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με την ολοκλήρωση της σημερινής συζήτησης για την πρόταση νόμου, που με αίσθημα ευθύνης έχει υποβάλει η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ, είναι σαφές ότι υπάρχει ένα σαφές δείγμα γραφής, ότι μπορεί να υπάρξει μια άλλη πολιτική και μια άλλη αντιμετώπιση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που σήμερα ταλανίζει τη χώρα μας και τον ελληνικό λαό.
Αποδεικνύει ότι αυτό που είναι αναγκαίο σήμερα είναι να στηριχτεί η πραγματική οικονομία, να υπάρξει ρευστότητα στην αγορά, να στηριχτούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μ’ αυτό τον τρόπο να θωρακιστούν οι θέσεις εργασίας και να δημιουργηθούν νέες θέσεις, ώστε έτσι να μπορέσει να στηριχτεί το εισόδημα των εργαζόμενων, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, των οικογενειών και να αναθερμανθεί η αγορά και η λειτουργία της.
Δυστυχώς, όμως, βλέπουμε ότι την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να εμμένει στο καταστροφικό αδιέξοδο και στο νεοφιλελεύθερο μονόδρομο, καθώς επιμένει ακόμα και τώρα -τη στιγμή που αποκαλύπτεται ότι δεν έχει κανένα σχέδιο και καμία δυνατότητα να αντιμετωπίσει αυτές τις τραγικές συνέπειες της κρίσης- στην ίδια αδιέξοδη και περιοριστική πολιτική.
Το αποτέλεσμα; Κάθε μέρα να αυξάνονται οι στρατιές των ανέργων -μόνο τον περασμένο μήνα, το Φεβρουάριο καταμετρήθηκαν 4.000 καινούργιοι άνεργοι εξαιτίας της κρίσης- να αυξάνονται τα λουκέτα στην αγορά, να αυξάνονται τα αδιέξοδα, να διευρύνονται συνεχώς οι ανισότητες και η φτώχεια, η οποία έχει αγγίξει το πρωτάκουστο ποσοστό του 24% του ελληνικού πληθυσμού. Αυτή είναι η πραγματικότητα που ζούμε.
Από τα περίφημα 28 δισεκατομμύρια, απ’ αυτή τη λευκή επιταγή που δόθηκε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις τράπεζες, ούτε ένα ευρώ κυρία Υφυπουργέ, δεν έχει πάει για να στηριχτεί η πραγματική οικονομία, να στηριχτούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μ’ αυτόν τον τρόπο να θωρακιστεί η εργασία και η απασχόληση.
Αντίθετα βλέπουμε συνεχώς να πληθαίνουν τα δείγματα γραφής ενάντια στους εργαζόμενους.
Ακούσαμε τον Πρόεδρο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδας, ακούσαμε και τον Πρόεδρο του ΕΒΕΑ να λένε και να κάνουν πράξη, το ότι η μόνη λύση αυτή τη στιγμή είναι να επιβάλουν τη μερική ανεργία και τη μείωση του μεροκάματου, μια πολιτική και μια πρακτική που στην ουσία ευλογεί και ενθαρρύνει η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μια πολιτική η οποία όχι μόνο έρχεται κατάφορα να παραβιάσει συλλογικές διαπραγματεύσεις και την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και των εργασιακών δικαιωμάτων, αλλά έρχεται πραγματικά και καταλύει την αγορά εργασίας και τροφοδοτεί συνεχώς αυτό το φαύλο κύκλο της κρίσης.
Εμείς λοιπόν από το Σεπτέμβριο –ο Γιώργος Παπανδρέου, το ΠΑ.ΣΟ.Κ.- με αίσθημα ευθύνης έχουμε προβάλει ένα ολοκληρωμένο πακέτο μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης, για τη ρευστότητα στην αγορά, για τη διαφάνεια και τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, για τη στήριξη της εργασίας, των εισοδημάτων, για μία διέξοδο πραγματική που θα μπορέσει να κάνει ορατή την πορεία που θα μας απομακρύνει από την κρίση και θα αντιμετωπίσει τις συνέπειές της.
Έρχομαι στην πρόταση νόμου. Η πρόταση νόμου έχει τρεις βασικές πτυχές. Η πρώτη πτυχή είναι ότι σήμερα πρέπει να δώσουμε την ευκαιρία στους νέους ανθρώπους -που ξέρουμε ότι αυτοί πρώτα απ’ όλα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της ανεργίας και τα αδιέξοδα από την κρίση- να μπορέσουν να μπουν στην αγορά εργασίας.
Αυτό μπορεί να γίνει με την επιδότηση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων και έτσι να αναλάβει την ευθύνη του και το κράτος απέναντι στη νέα γενιά της πατρίδας μας, ώστε οι νέοι να μπουν στην αγορά εργασίας για τέσσερα χρόνια και ξέρουμε ότι είναι πολύ πιο εύκολο στη συνέχεια να παραμείνουν ενεργοί εργαζόμενοι, με αξιοπρέπεια, με ασφαλιστική κατοχύρωση και συνείδηση.
Ταυτόχρονα μ’ αυτόν τον τρόπο, επειδή βάζουμε το όριο για να επωφελούνται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέχρι των πενήντα εργαζομένων, στην ουσία στηρίζουμε σε μια περίοδο κρίσης –χωρίς να θίγονται τα εργασιακά δικαιώματα- και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Δεύτερο μέτρο, απόλυτα σημαντικό, απόλυτα αναγκαίο. Σε μια περίοδο που ξέρουμε ότι συνεχώς αυξάνονται οι απολύσεις και οι άνεργοι, οφείλουμε να στηρίξουμε τους ανέργους.
Γι’ αυτό λέμε να αυξηθεί το επίδομα ανεργίας από το 55% που είναι σήμερα στο 70% του βασικού μισθού και ταυτόχρονα να εξασφαλιστεί η πλήρης ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ανέργων. Αυτά είναι αναγκαία θέματα, όπως είναι και ανάγκη να παραταθεί ο επίσημος χρόνος που θεωρείται ότι δίδεται το επίδομα ανεργίας. Αυτά είναι βασικά θέματα, που άλλες χώρες τα έχουν λυμένα και οφείλει και η δική μας χώρα να τα αντιμετωπίσει, να πάρει μέτρα.
Τρίτο ζήτημα: απέναντι στη πελατειακή αντίληψη, που έρχεται σε μια περίοδο στενότητας και δημοσιονομικής εκτροπής από τις επιλογές της Νέας Δημοκρατίας, έρχεται η Κυβέρνηση να κάνει κατασπατάληση πόρων για καθαρά πελατειακές, μικροκομματικές επιλογές διαφόρων stage στο Δημόσιο -εξήντα χιλιάδων θέσεων, όπως μας είχατε αναγγείλει, που κι εσείς δεν είστε σίγουρη αν θα πάνε στο δημόσιο τομέα, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στην Αυτοδιοίκηση. Στην ουσία εσείς κάνετε πελατειακές ρυθμίσεις ενόψει εκλογών, εμείς όμως λέμε «πραγματική μαθητεία επαγγελματική, με συγκεκριμένες διασφαλίσεις και πάντα στον ιδιωτικό τομέα». Συγκεκριμένες προτάσεις, κυρία Υφυπουργέ, με αίσθημα ευθύνης, που δείχνουν ότι είναι εφικτός και υλοποιήσιμος ένας άλλος δρόμος. Δεν είναι, λοιπόν, αυτή τη στιγμή μονόδρομος η κρίση. Δεν είναι μονόδρομος το αδιέξοδο που ζούμε. Είναι ένα δείγμα της πολιτικής γραφής που θα εφαρμόσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. όταν μετά τις εκλογές με την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού θα μπορέσει πραγματικά να οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα αναπτυξιακή πορεία και στην έξοδο από την κρίση. Σας ευχαριστώ πολύ.




