Ομιλία στη Βουλή κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών: «Ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας, για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, και άλλες διατάξεις».
«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ακούμε την Κυβέρνηση συνεχώς τις τελευταίες εβδομάδες κάτω από το πρόσχημα, και με το άλλοθι της υπαρκτής βέβαια χρηματοπιστωτικής κρίσης σε διεθνές επίπεδο, να προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ταυτόχρονα, αυτάρεσκα επιμένει είναι επιτυχημένη η ασκούμενη οικονομική πολιτική, και γι’ αυτό απαρέγκλιτα συνεχίζεται η ίδια.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι το οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο που ζει ο ελληνικός λαός. Αυτή η μεγάλη κρίση που ζει η χώρα μας πρώτα απ’ όλα είναι αποτέλεσμα των συγκεκριμένων στρατηγικών επιλογών της Κυβέρνησης τα τελευταία πέντε χρόνια. Επιλογές που είχαν έναν άδικο, αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Επιλογές ευεργετικών ρυθμίσεων για τις τράπεζες.
Χαρακτηριστικό το δώρο των 8 δισεκατομμυρίων πριν από μερικά χρόνια από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για το ασφαλιστικό των τραπεζών, όπως επίσης, και η ασυδοσία που υπήρχε στη λειτουργία των τραπεζών χωρίς έλεγχο στους καταχρηστικούς όρους που έθεταν και τις διάφορες άλλες ενέργειές τους.
Τώρα που χτυπά την πόρτα της Ελλάδας διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, βρίσκει μια οικονομία εξασθενημένη, μια κοινωνία σε αδιέξοδο και μία κυβέρνηση, κύριε Υφυπουργέ, επίσης εξασθενημένη. Και, επειδή αναρωτηθήκατε αν υπάρχει διχογνωμία γύρω από τα μέτρα σας, τα μέτρα σας είναι και καθυστερημένα και πρόχειρα και ανεπαρκή. Σε μια περίοδο κρίσης αναδεικνύεται το πρόβλημα διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, που ακολουθεί μια πολιτική χωρίς πυξίδα, χωρίς σχέδιο και χωρίς πρόγραμμα.
Τίθενται, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τρία κρίσιμα ερωτήματα.
Πρώτον ποιες πολιτικές και ποιες πολιτικές δυνάμεις μπορούν να βγάλουν τον τόπο σήμερα απ’ αυτή την πολύπλευρη κρίση; Η απάντηση είναι σαφής. Δεν μπορούν οι πολιτικές δυνάμεις που είναι συνυπεύθυνες για την δημιουργία της κρίσης –στη συγκεκριμένη περίπτωση η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας- και δεν μπορούν φυσικά οι πολιτικές εκείνες αποτελούν την αιτία της κρίσης, δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός, οι ιδεοληψίες και οι εμμονές, που η τελευταία κυβέρνηση σε όλη την Ευρώπη που τις εφαρμόζει πιστά είναι η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Γιατί, ακόμη, και άλλες συντηρητικές κυβερνήσεις έχουν κάνει αναγκαστική στροφή λόγω των εξελίξεων.
Αναγκάζονται να στηρίξουν τους μικρομεσαίους, αναγκάζονται να μιλήσουν για το ρόλο του κράτους, αναγκάζονται να προασπίσουν τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, αναγκάζονται να κάνουν δημόσιες επενδύσεις, δηλαδή το αντίθετο απ’ αυτό που κάνετε εσείς.
Δεύτερο κρίσιμο ερώτημα. Ποιος θα πληρώσει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, την έξοδο από την κρίση; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι πάλι «ο λαός, οι εργαζόμενοι, οι επαγγελματίες, οι αγρότες». Δεν μπορεί η κρίση να είναι αφορμή για μια νέα άδικη αναδιανομή και να κληθεί ο Έλληνας φορολογούμενος χωρίς εγγυήσεις να έρθει να πάρει πάνω του τα βάρη ξανά για τους τραπεζίτες και τα μεγάλα συμφέροντα της τοπικής ολιγαρχίας στη χώρα μας.
Δυστυχώς, όμως, αυτό που αποδεικνύεται με αυτό το νομοσχέδιο που μας έχετε φέρει και συζητάμε σήμερα είναι ότι η επιλογή σας είναι πάλι η ίδια: Να γίνει ξανά αυτή η άδικη αναδιανομή, και ξανά να την πληρώσει ο εργαζόμενος, ο επαγγελματίας και η μέση ελληνική οικογένεια. Γιατί έχετε φέρει ένα σχέδιο το οποίο ουσιαστικά -παρά τις όποιες διορθώσεις έχετε κάνει μέσα σ’ αυτές τις έξι εβδομάδες σ΄ αυτό το θέατρο της υποκρισίας που είδαμε να εκτυλίσσεται- είναι ένα σχέδιο συμβιβασμών, συμψηφισμών και διευκολύνσεων. Αυτή είναι η ωμή πραγματικότητα, κύριε Υφυπουργέ.
Γιατί τι προτείνετε με αυτό το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα; Είναι ένα νομοσχέδιο που δεν έχει εγγυήσεις πρώτα απ’ όλα για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Δεν εξασφαλίζει τη διαφάνεια γύρω από το ποιες τράπεζες έχουν στα αλήθεια πρόβλημα. Και αν έχουν πρόβλημα, όπως εμείς σας προτείναμε, όπως σας πρότεινε και ο Εισηγητής μας και η Κοινοβουλευτική μας Εκπρόσωπος και όλοι οι συνάδελφοι που μίλησαν, σ’ αυτή την περίπτωση αυτές οι τράπεζες δεν μπορεί παρά να αναλάβουν και αυτές τις ευθύνες τους, ιδιαίτερα οι μεγαλομέτοχοι, μετά από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, και το δημόσιο σ’ αυτήν την περίπτωση να έχει ουσιαστική παρέμβαση με την απόκτηση των μετοχών, καθώς και του ελέγχου εάν οι συνθήκες το απαιτούν. Αυτό θα ήταν μια πραγματική τομή. Χωρίς καμία εγγύηση στήριξης της πραγματικής οικονομίας, και στις περιπτώσεις που εσείς λέτε ότι θα υπάρξει δεν είναι σαφές ότι θα υπάρξει η ελάχιστη διασφάλιση για τους όρους, ιδιαίτερα όσον αφορά τα επιτόκια.
Δεν μας απαντάτε. Θα πέσουν τα επιτόκια; Θα υπάρξει διευκόλυνση για τους δανειολήπτες είτε αυτό αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είτε τα νοικοκυριά;
Τίποτα από όλα αυτά δεν διασφαλίζεται.
Και, όπως αποκαλύφθηκε σήμερα και από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, η πρόταση σας αποτελεί πρόσχημα για να μετακυλήσουν οι τράπεζες ό,τι τοξικό έχουν και τις υποχρεώσεις που τις επιβαρύνουν στο δημόσιο.
Το δημόσιο, λοιπόν, έρχεται για να ξεπλύνει τις τράπεζες και όχι για να στηρίξει μέσα από ένα ουσιαστικό πρόγραμμα την ίδια την οικονομία.
Και έτσι, ερχόμαστε στο τρίτο κρίσιμο ερώτημα: Τι θα έπρεπε να γίνει, τι έχει ανάγκη σήμερα η οικονομία και ποια είναι ακριβώς η πρότασή του ΠΑΣΟΚ.
Εμείς είμαστε σαφείς και λέμε. Προτεραιότητά μας είναι πρώτα απ’ όλα να στηρίξουμε το εισόδημα του εργαζόμενου, του επαγγελματία, του αγρότη. Και έχουμε υποβάλει συγκεκριμένα μέτρα. Δεύτερη προτεραιότητα να στηρίξουμε την πραγματική οικονομία, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τρίτη προτεραιότητα και σημαντική αποτελεί η στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά όχι ως δώρο στους τραπεζίτες, όπως αποτελεί η δικής σας επιλογή, αλλά ως εργαλείο για την ομαλή οικονομική λειτουργία και την ανάπτυξη, με εγγυήσεις, έλεγχο, και αποτελεσματική συμμετοχή του δημοσίου.
Δυστυχώς, τίποτα από όλα αυτά δεν εξασφαλίζετε. Η αλήθεια είναι ότι η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι μία Κυβέρνηση σε νευρική κρίση. Είναι μία Κυβέρνηση η οποία προσπαθεί επικοινωνιακά να αποδείξει ότι έχει ακόμη τον έλεγχο των καταστάσεων. Όμως, κάθε μέρα που περνάει και με κάθε μέτρο που φέρνετε, απλώς επιβαρύνετε τα πράγματα.
Θέλετε να στείλετε ξανά το λογαριασμό στον ελληνικό λαό, αλλά ο ελληνικός λαός με την πρώτη ευκαιρία θα σας τον επιστρέψει. Σας ευχαριστώ πολύ.»




