Ομιλία στη Βουλή, ως Εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ, κατά τη συζήτηση και λήψη απόφασης στην πρόταση του ΠΑΣΟΚ για σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για την υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου
«Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ΠΑΣΟΚ, πραγματικά, με αίσθημα δημοκρατικής ευθύνης, σε μία περίοδο που βαθαίνει συνεχώς η οικονομική και κοινωνική κρίση και όπου ζούμε την πολιτική απαξίωση των θεσμών, αποκορύφωση της οποίας είναι η σημερινή θλιβερή και προσβλητική εικόνα της αποχώρησης της συμπολίτευσης και της κυβέρνησης από τη συζήτησή μας, έχει καταθέσει και υποστηρίζει την πρόταση συγκρότησης Ειδικής Επιτροπής για προανακριτική εξέταση, σχετικά με αυτό το μεγάλο και πολύπλευρο σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου.
Η σημερινή απόφαση της κυβέρνησης, της πλειοψηφίας να αποχωρήσει από την αίθουσα, εγκλωβίζοντας τους ίδιους τους Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, είναι μια τριπλή ομολογία. Είναι ομολογία ενοχής, όσον αφορά αυτό το μεγάλο σκάνδαλο που συζητάμε, είναι ομολογία ότι πλέον το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας δεν έχει συμπαγή και σταθερή πλειοψηφία μέσα στη Βουλή κι είναι ταυτόχρονα και ομολογία πανικού, φόβου και προσπάθεια συγκάλυψης αυτού του μεγάλου σκανδάλου.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εμείς εκτιμούμε ότι είναι αναγκαίο να μην υπάρχουν σκιές. Δεν αντέχει άλλο ο ελληνικός λαός αυτή τη συσσώρευση των σκοτεινών μεγάλων υποθέσεων που έχουμε ζήσει όλα αυτά τα πέντε χρόνια. Υποκλοπές, ομόλογα, η υπόθεση της SIEMENS και τόσα άλλα και γι΄ αυτό το λόγο προχωρήσαμε σε αυτή την πρόταση, που πιστεύουμε ότι θεμελιώνεται σε τρεις κρίσιμους λόγους, οι οποίοι είναι απόλυτα αλληλένδετοι μεταξύ τους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι έχουμε ένα διαπιστωμένο, ομολογημένο μεγάλο σκάνδαλο. Είναι ένα σκάνδαλο, το οποίο θεμελιώνεται κατ΄ αρχάς με απόλυτη σαφήνεια ως προς το αντικειμενικό σκέλος των αδικημάτων των εγκλημάτων που έχουν συντελεσθεί από τον ίδιο τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ανεξάρτητα των σχολιασμών που δεν έπρεπε και δεν είχε από το νόμο το δικαίωμα να κάνει σχετικά με τους παραπλανηθέντες Υπουργούς.
Είναι ομολογημένο από την ίδια την κυβέρνηση, η οποία συρόμενη από την έκρηξη όλων αυτών των καταστάσεων, ήρθε να συμφωνήσει για εκτόνωση και για να κερδίσει χρόνο σε Εξεταστική Επιτροπή. Και να φέρει μία μερική και ατελέσφορη αντιστροφή, υποτίθεται, αυτού του σκανδάλου, παγώνοντας όμως στην ουσία μόνο τις διοικητικές πράξεις πριν από το 2004, σε αντίθεση με τη δική μας πρόταση τη νομοθετική.
Το σκάνδαλο υπάρχει, είναι σίγουρο ότι είχε κεντρικό σχεδιασμό και συντονισμό, καθώς δεν μπορούσε να εξελιχθεί με κανέναν άλλο τρόπο μέσα σε όλες αυτές τις πτυχές και τους δαιδάλους των γνωμοδοτήσεων και των αποφάσεων των ανταλλαγών των τριάντα ένα (31) συμβολαίων και των διακοσίων εξήντα (260) ακινήτων. Και είναι σίγουρο ότι είναι ένα σκάνδαλο που εξελίχθηκε από τις εκλογές του 2004 και μετά.
Και θα ήθελα να σταθώ και να απαντήσω στους εισηγητές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και του Συνασπισμού που προηγήθηκαν και να υπενθυμίσω κάτι που το είπε και ο εισηγητής μας και το είπαμε και κατά τη συζήτηση της Εξεταστικής: Ότι στις εκλογές του 2004 σε διοικητικό επίπεδο είχε υπάρξει αναπομπή από τον αρμόδιο Υφυπουργό του ΠΑΣΟΚ τον κ. Φωτιάδη.
Που σήμαινε στην πράξη ανάκληση όλων των προηγούμενων τριών διοικητικών αποφάσεων. Είχε διεξαχθεί η δίκη το Δεκέμβριο του 2003 όπου αντιδίκησε το δημόσιο με εντολή της κυβέρνησης και με Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και είχε βγει ουσιαστικά και η απόφαση, όπως πλέον περίτρανα αποδεικνύεται.
Κι εδώ αυτό το ζήτημα, δε χωρεί πλέον καμία αμφιβολία, με πλειοψηφία δύο προς ένα στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της Ροδόπης. Και καθιστά ακόμα πιο σοβαρή, ακόμα πιο βάναυση την ευθύνη του Υφυπουργού Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος συναίνεσε να διακοπεί η δίκη και στην ουσία να μη δημοσιευθεί η απόφαση.
Άρα, έχουμε δύο χρονικές περιόδους που εξελίσσεται το μεγάλο σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου. Η πρώτη περίοδος μετά τις εκλογές του 2004, είναι προκειμένου να υπάρξει η αναγνώριση της κυριαρχίας της μονής εις βάρος του δημοσίου. Και η δεύτερη, που ξεκινάει από το 2005 και μετά με τις αντίστοιχες υπουργικές και κοινές υπουργικές αποφάσεις, που αρχίζει αυτό το απίστευτο γαϊτανάκι των ανταλλαγών, με τις υποεκτιμήσεις, υπερεκτιμήσεις και συνολικά όλη αυτή τη διακίνηση και τον πακτωλό των χρημάτων.
Είναι σαφές ότι υπάρχει ένας δεύτερος λόγος όμως, απόλυτα συνδεδεμένος κι αφορά ένα δεύτερο επιπλέον σκάνδαλο που έχει να κάνει με την επιχειρούμενη μέχρι σήμερα προσπάθεια χειραγώγησης από την πλευρά μέρους της δικαιοσύνης. Και μάλιστα αυτών από τη δικαιοσύνη που είναι ταγμένοι για να προφυλάσσουν το θεσμό της δικαιοσύνης.
Και αναφερόμαστε πολύ συγκεκριμένα στην ίδια την παραγγελία του κ. Σανιδά, ο οποίος έρχεται να χαρακτηρίσει, ενώ δεν έχει το δικαίωμα από το Νόμο και το Σύνταγμα, ως «παραπλανηθέντες» τους Υπουργούς, χωρίς καν οι Υπουργοί αυτοί να έρχονται και να πουν αν παραπλανήθησαν ή όχι, αλλά να ισχυρίζονται ότι «νομίμως έπραξαν».
Και έχουμε την πρωτάκουστη για τα χρονικά μετά τη διδασκαλία παραίτηση των δύο Αντιεισαγγελέων ακριβώς γιατί ήθελαν να ασκήσουν το καθήκον τους σύμφωνα με το Σύνταγμα και να στείλουν τη δικογραφία στη Βουλή. Και βέβαια, ακολούθως την επικύρωση της στάσης τους από την Εισαγγελέα την κα Σπυροπούλου που ανέλαβε στη συνέχεια την υπόθεση.
Αλλά και μέχρι που ήρθε ο φάκελος στη Βουλή προχτές Τετάρτη ο κ. Σανιδάς επέμενε και επιμένει με δηλώσεις του χτες ότι «δε συντρέχει λόγος ευθύνης ποινικής Υπουργών». Άρα λοιπόν, η πρότασή μας έχει κι αυτό το σκέλος, να αποκαταστήσει τη δημοκρατική τάξη, όσον αφορά το Σύνταγμα και τους Θεσμούς.
Ο τρίτος λόγος που καταθέτουμε την πρότασή μας για τη σύσταση της Προκαταρκτικής Επιτροπής είναι ακριβώς γιατί υπάρχει ορατός ο κίνδυνος της παραγραφής. Και νομίζω ότι η σημερινή εικόνα της συμπολίτευσης, η οποία έχει αποχωρήσει από τη συζήτηση, απλώς ενισχύει αυτό το φόβο της παραγραφής καθώς υπάρχει πλέον μία πλειοψηφία ασταθής κι είναι ορατές και πιθανές οι εξελίξεις.
Συνεπώς, στα διάφορα επιχειρήματα που προσπαθεί ως προφάσεις εν αμαρτίαις να μας πουν από την πλευρά της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, εμείς απαντάμε με σαφήνεια και λέμε: Πρώτα απ΄ όλα δεν είναι προσπάθεια ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής. Αν κάποιος συστηματικά όλα αυτά τα χρόνια ποινικοποιεί την πολιτική ζωή της Ελλάδας, είναι η συντηρητική παράταξη.
Είναι όμως πράξη ευθύνης, γιατί δεν μπορεί να βυθίζεται ο ελληνικός λαός συνεχώς στην πολιτική απαξία και στην κρίση. Κι είναι και πράξη προάσπισης του δημόσιου συμφέροντος και σε τελευταία ανάλυση του ίδιου του πολίτη. Γιατί, ξέρουμε πολύ καλά που θα ήταν σήμερα τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας μας και τι επιπτώσεις θα είχαν από τα «τοξικά» ομόλογα, αν δεν είχε επιμείνει τότε το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης στο μεγάλο σκάνδαλο των ομολόγων, που βέβαια δεν έχει καθόλου προχωρήσει η διαλεύκανσή του.
Δεν είναι προσπάθεια στοχοποίησης και ενοχοποίησης προσώπων. Εδώ η αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων διαπιστώνεται από τον ίδιο τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η Προκαταρκτική Επιτροπή ίσα-ίσα έρχεται να διερευνήσει αν υπάρχει δόλος, αν υπάρχει ηθική αυτουργία, που προσωπικά εγώ εύχομαι κιόλας να μην αποδειχθεί κάτι τέτοιο για συναδέλφους. Αλλά, η Βουλή έχει υποχρέωση και ευθύνη όλα αυτά να τα διερευνήσει. Και μόνο η Βουλή μπορεί να τα αξιολογήσει.
Και φυσικά η συγκάλυψη, είναι η συστηματική προσπάθεια από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, η οποία με κάθε τρόπο δεν θέλει να γίνει αυτή η ουσιαστική συζήτηση και διερεύνηση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πιστεύω κι εγώ, όπως και οι προηγούμενοι ομιλητές είπαν, ότι η σημερινή συζήτηση είναι κρίσιμη. Είναι κρίσιμη και σηματοδοτεί πια μία νέα κατάσταση στη χώρα μας. Η αποχώρηση της πλειοψηφίας, η αποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης από τη σημερινή συζήτηση της Βουλής, σηματοδοτεί τη συνολική αποχώρηση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Κι όσο πιο γρήγορα ολοκληρωθεί, με την εντολή του ελληνικού λαού, τόσο πιο καλά για τη χώρα μας και για το λαό μας. Σας ευχαριστώ πολύ.




