ομιλίες
10.06.2008

Ομιλία επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εξωτερικών: «Κύρωση της Συνθήκης της Λισσαβώνας που τροποποιεί τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ορισμένες συναφείς πράξεις»

 

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, διέρχεται μία σημαντική κρίση, μία κρίση στρατηγικού προσανατολισμού η οποία συνεχώς και βαθαίνει. Υπάρχει αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο να μπορέσει με πειστικό τρόπο να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες και στα νέα δεδομένα και στο να μπορέσει να θέτει στόχους με πολιτικούς όρους για τους οποίους να δεσμεύεται και να τους υλοποιεί. Ως επακόλουθο, υπάρχει βαθιά κρίση εμπιστοσύνης καθώς οι λαοί της Ευρώπης, οι πολίτες της Ευρώπης, βλέπουν αυτήν την ανακολουθία και την ζουν καθημερινά στη δική τους ζωή. Την ζουν μέσα από την όξυνση της κοινωνικής αβεβαιότητας και ανασφάλειας, την ζουν μέσα από την κρίση και την αποδόμηση του παραδοσιακού ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, που ήταν μία από τις μεγάλες κατακτήσεις μετά τον πόλεμο, πάνω στο οποίο βασίστηκε η ανάπτυξη και η ευημερία της Ενωμένης Ευρώπης και των ευρωπαϊκών λαών και φυσικά, την ζουν μέσα από την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μπορέσει, σε μία κοσμογονία εξελίξεων και σε ένα μονοπολικό ανισόρροπο κόσμο, σε μία διεθνή σκηνή, όπου μονόπλευρα επιβάλλονται αποφάσεις και καταστάσεις, ενίοτε μάλιστα και με στρατιωτικά μέσα, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι η πρώτη εμπορική δύναμη και με το ισχυρότερο νόμισμα, να μπορέσει να παίξει έναν ουσιαστικό ρόλο.

Η διεύρυνση που έγινε με τις δέκα χώρες και μετά με τις επόμενες δύο, δηλαδή με τις δώδεκα νέες χώρες της Κεντρικής Ανατολικής Ευρώπης, της Κύπρου και της Μάλτας, ήταν μια απόφαση στρατηγικής σημασίας. Χωρίς αμφιβολία ήταν αναγκαία για τη σταθερότητα της ευρωπαϊκής ηπείρου και για την ειρήνη. Ήταν όμως, μια απόφαση που έγινε με έναν γρήγορο τρόπο και χωρίς καμία πολιτική συνέχεια ως προς τη θεσμική λειτουργία και τις πολιτικές της Ένωσης. Το μήνυμα που πήρε ο Ευρωπαίος πολίτης ήταν οδυνηρό, μια διαδικασία συνεχούς απορύθμισης, μια διαδικασία ανισόρροπης εμβάθυνσης των αγορών με την παράλληλη αποδυνάμωση των εργασιακών σχέσεων, των κοινωνικών δικαιωμάτων, χωρίς ένα αντίστοιχο κοινωνικό δημοκρατικό αντίβαρο.

Αυτή την πραγματικότητα, αυτή την αγωνία, αυτό το μήνυμα διαμαρτυρίας το ζούμε καθημερινά. Το ζήσαμε στις χώρες που έγινε δημοψήφισμα στη Γαλλία και στην Ολλανδία, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, όπου η άρνηση δεν είχε να κάνει τόσο με το περιεχόμενο της Συνθήκης, όσο με την πραγματικότητα την ευρωπαϊκή και των κοινωνιών όπως προχωρούν, αλλά και με τον ευρωσκεπτικισμό, τον προβληματισμό, την απογοήτευση. Το ζούμε στη χώρα μας, μια χώρα που κατ’ εξοχήν είχε ισχυρά στηρίγματα η ευρωπαϊκή πορεία, γιατί η Ελλάδα πραγματικά πίστεψε σε μια πορεία ευρωπαϊκή, ότι θα μπορούσε να οικοδομήσει και να ενισχύσει τη δημοκρατία και την ευημερία της. Βλέπουμε όμως και αν θέλετε και ο τρόπος που γίνεται η συζήτηση γύρω απ’ αυτή τη σημαντική μεταρρυθμιστική Συνθήκη αποδεικνύει ότι υπάρχει πραγματικά ο σκεπτικισμός, η αδιαφορία, η έλλειψη ενημέρωσης του ελληνικού λαού.

Εδώ βέβαια, θα ήθελα να συμφωνήσω και εγώ με προηγούμενους συναδέλφους, ότι είναι πολύ βαριά η ευθύνη της Κυβέρνησης που επέλεξε με αυτόν τον υποβαθμισμένο κυριολεκτικά τρόπο, σε κλειστές αίθουσες του Κοινοβουλίου, να γίνει η συζήτηση και θα επανέλθω και στο τέλος και είναι ένας από τους λόγους που και εμείς ζητούμε να γίνει δημοψήφισμα.

Η πραγματικότητα, λοιπόν, είναι ότι το κείμενο που συζητούμε σήμερα, η μεταρρυθμιστική Συνθήκη, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά ένα συμβιβασμό. Όλοι γνωρίζουμε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι βήματα συμβιβασμών. Θα συμφωνήσω και εγώ ότι είναι ένα βήμα, δεν είναι το άλμα που θα θέλαμε –το είπε ο εισηγητής μας κ. Λοβέρδος- είναι ένα βήμα το οποίο διαμορφώνει κάποιους καλύτερους όρους, αλλά ταυτόχρονα οφείλουμε να είμαστε κριτικοί και να πούμε ότι είναι ένα βήμα το οποίο είναι ανεπαρκές, δεν θεραπεύει τη βαθιά δημοκρατική και κοινωνική ανισορροπία που υπάρχει σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος όρος θα ήταν «μεταβατική συνθήκη». Είναι μια συνθήκη που απλώς δίνει ένα χρονικό πλαίσιο και μια θεσμική ανάσα για να μπορέσει η Ευρώπη πάνω απ’ όλα να ξαναβρεί τη στρατηγική της και πολιτική περπατησιά.

Εδώ θα συμφωνήσω με τους συναδέλφους, το είπε και ο συνάδελφος Πάνος Μπεγλίτης προηγουμένως, το είπε και ο Ανδρέας Λοβέρδος, ότι το θέμα είναι η πολιτικοποίηση των διαδικασιών, των στόχων και φυσικά της συμμετοχής μέσα σε όλη αυτή την ευρωπαϊκή διαδικασία.

Η αλήθεια είναι ότι τείνουμε πολλές φορές να αντιμετωπίζουμε την Ευρώπη με έναν ισοπεδωτικό τρόπο, είτε μέσα από ένα εξωραϊσμό, λες και αυτόματα τα προβλήματα θα λυθούν μέσα από τις ευρωπαϊκές διαδικασίες, που φυσικά είναι ένας απλουστευτικός τρόπος, καθώς υπάρχουν συσχετισμοί, υπάρχουν συμφέροντα, υπάρχουν συμμαχίες και φυσικά πάνω απ’ όλα απαιτούνται αγώνες και σθεναρές διεκδικήσεις, οι οποίες δεν είναι μόνο σε πολιτικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Ταυτόχρονα όμως, δεν πρέπει να ταυτίζουμε την Ευρώπη με μια λογική μονόδρομου.

Πιστεύω ότι η πολιτική της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, η οποία βαφτίζει ευρωπαϊκή επιταγή κάθε πολιτική επιλογή που κάνει σε μια νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, σε μια κατεύθυνση που έρχεται να καταλύσει κοινωνικά δικαιώματα και να απαξιώσει κοινωνικές κατακτήσεις, είναι, αν θέλετε, μέσα σε ένα συνολικό πλαίσιο που βλέπουμε από ένα συντηρητικό συσχετισμό δυνάμεων αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, ένας από τους βασικούς λόγους που αναπτύσσεται αυτός ο ευρωσκεπτικισμός και αυτή η αντίσταση και απογοήτευση για την Ευρώπη.

Θα ήθελα και εγώ να πω ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι υπόθεση τεχνοκρατών, γραφειοκρατών και τραπεζιτών. Η Ευρώπη πρέπει να είναι υπόθεση των λαών της. Αυτό που είναι κρίσιμο και επειδή αναφέρθηκε από πολλούς, το ζήτημα της συνταγματικότητας για τη μεταβίβαση εξουσιών και αρμοδιοτήτων, μια λύση έχει να γίνει γι’ αυτό. η λύση είναι να οικοδομήσουμε και να μπορέσουμε να οικοδομούμε μια νέα διάσταση της λαϊκής κυριαρχίας, μια νέα διάσταση της λαϊκής κυριαρχίας η οποία έχει να κάνει με ένα συνδυασμό της λαϊκής κυριαρχίας όπως εκφράζεται σε εθνικό επίπεδο, αλλά και μιας νέας λαϊκής κυριαρχίας όπως πρέπει να εκφράζεται και δεν έχει εκφραστεί ολοκληρωμένα φυσικά ακόμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εδώ γίνονται κάποια βήματα, γιατί έχουμε μια σειρά από ρυθμίσεις που έρχονται να ενισχύσουν το ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τη σύνδεση των Εθνικών Κοινοβουλίων σε ζητήματα ευρωπαϊκά, τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία.

Όμως και μια σειρά άλλες ρυθμίσεις οι οποίες προβλέπονται από τη μεταρρυθμιστική συνθήκη κινδυνεύουν να μείνουν κενό γράμμα αν αυτό δεν συνοδευτεί από την αντίστοιχη πολιτική βούληση και δέσμευση προκειμένου να αποκτήσουν περιεχόμενο, προκειμένου πραγματικά να μπορέσουν να έχουν αντίκρισμα και αντίκτυπο όσον αφορά τη λήψη των αποφάσεων και πάνω απ’ όλα την υλοποίηση των πολιτικών, γιατί δεν μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να θεωρείται μια διαχειριστική υπόθεση. Και εδώ θα πω πολύ χαρακτηριστικά πώς η Βουλή των Ελλήνων ελέγχει και συμμετέχει ως προς τα ευρωπαϊκά την Κυβέρνηση, όχι απλώς για το θέμα της επικουρικότητας, γιατί άκουσα και τον Πρόεδρο τον κ. Σιούφα που αναφέρθηκε σ’ αυτό, αλλά πάνω απ’ όλα πώς συμμετέχει ενεργά και ελέγχει την Κυβέρνηση πριν πάει να δεσμεύσει τη χώρα σε μια σειρά από κρίσιμα συμβούλια Υπουργών. Αυτά είναι ζητήματα που οφείλουμε να τα δούμε.

Υπάρχουν μια σειρά άλλα σημεία στα οποία θα ήθελα πολύ γρήγορα να αναφερθώ, τα οποία είναι θετικά, αλλά που πάλι δεν καλύπτουν την ανάγκη που θα είχε σήμερα για ένα πιο γενναίο βήμα η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κοινωνικό ζήτημα.

Υπάρχει η αναφορά στην πλήρη απασχόληση, υπάρχει η κοινωνική ρήτρα, υπάρχει ο σεβασμός της συλλογικής αυτονομίας, το δικαίωμα της απεργίας και μια σειρά κοινωνικά δικαιώματα στη χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Όμως πάλι έχουμε την ίδια ανισορροπία: Ότι αφορά το κοινωνικό, ότι αφορά αυτή τη διάσταση είναι σε επίπεδο γενικών κατευθύνσεων και ευχολογίου, δεν είναι όμως σε επίπεδο σαφών δεσμεύσεων. Εδώ ανοίγει το πεδίου που χρειάζεται η παρέμβαση, χρειάζεται ο πολιτικός και ο κοινωνικός αγώνας.

Υπάρχει και μια άλλη διάταξη, η οποία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και που - αν θέλετε - είναι ένα από τα πεδία και τις προτεραιότητες μιας προσπάθειας που πρέπει να γίνει το επόμενο διάστημα. Αφορά την αναγνώριση, με σαφήνεια, της δυνατότητας και της ανάγκης να αναπτυχθεί η έννοια της δημόσιας κοινωφελούς υπηρεσίας μέσα στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά. Κρίσιμο θέμα σε μια περίοδο που προσπαθεί η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να περάσει στη χώρα μας τη λογική ότι εσωτερική αγορά σημαίνει ιδιωτικοποίηση, σημαίνει ξεπούλημα του Ο.Τ.Ε., της Δ.Ε.Η., της ΕΥΔΑΠ και των λιμανιών.

Είναι, λοιπόν, κρίσιμο θέμα για όλα αυτά τα ζητήματα πάνω απ’ όλα να υπάρχει η πολιτική συμμετοχή, ο συσχετισμός και η προσπάθεια.

Και θα ήθελα να κλείσω με αναφορά στο δημοψήφισμα. Πιστεύω πραγματικά και αυτή είναι και η θέση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ότι πρέπει να γίνει δημοψήφισμα για λόγους πολιτικής συνέπειας. Ερχόμαστε και λέμε ότι θέλουμε να ενισχύσουμε τη συμμετοχή των πολιτών, και να δώσουμε τη δυνατότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, κρίνουμε ότι χρειάζεται ενημέρωση, κρίνουμε ότι χρειάζεται συμμετοχή, και αυτό πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξεκινήσει από τη χώρα μας, από το λαό μας. και επειδή ακούστηκε το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν διότι εδώ έχουμε ένα πολύπλοκο κείμενο, σύνθετο, εγώ θα ήθελα να σας πω ότι αυτό ισχύει και για τις άλλες χώρες και εγώ προσωπικά συμμετείχα στη διαδικασία του δημοψηφίσματος στη Γαλλία και είδα πραγματικά ότι όταν και οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια θέλουν, μπορεί να γίνει ένας ουσιαστικός δημοκρατικός διάλογος που να επιτρέπει και τη λαϊκή κυριαρχία στη μεγαλύτερή της έκφραση που είναι φυσικά ένα δημοψήφισμα. Ευχαριστώ πολύ.

βίντεο
16.12.2016 Ομιλία στην εκδήλωση Ecoleft για τις Διεθνείς εξελίξεις, την Ευρώπη και την Αριστερά
φωτογραφίες
18.04.2016 Ομιλία στην εκδήλωση της Ενωτική Κίνησης Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΕΚΕΑ), στο ξενοδοχείο «ΤΙΤΑΝΙΑ»