Ομιλία κατά τη συζήτηση στη Βουλή του σχεδίου νόμου, του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, «Σύσταση Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής και άλλες διατάξεις».
«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να ευχηθώ κι εγώ σε όλους μια καλή νέα χρονιά, δημιουργική, με υγεία και δύναμη.
Προηγουμένως ο κύριος Υφυπουργός έδειξε την έκπληξή του, όσον αφορά την κριτική που ασκεί η Αντιπολίτευση και ειδικότερα απευθύνθηκε στους συναδέλφους του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που πήραν το λόγο.
Κύριε Υφυπουργέ, η κριτική μας στο σχέδιο νόμου που συζητούμε σήμερα, είναι μια κριτική που βασίζεται σε δυο συγκεκριμένους λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι το φαινόμενο της φτώχειας, της συνεχούς διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων δεν είναι ένα αποτέλεσμα, το οποίο έχει έλθει έτσι νομοτελειακά στη χώρα μας. Είναι ένα αποτέλεσμα που αφορά τις δικές σας επιλογές, αφορά τις πολιτικές που εσείς ασκείτε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, είναι το αποτέλεσμα των δικών σας πολιτικών μέτρων που συνεχώς υλοποιείτε.
Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο ασκούμε κριτική στο νομοσχέδιο που έχετε παρουσιάσει, είναι ότι κάτω από αυτόν τον φιλόδοξο πραγματικά τίτλο –όπως και προηγούμενοι συνάδελφοι αναφέρθηκαν- της σύστασης ενός Εθνικού Ταμείου για την Κοινωνική Συνοχή, στην πραγματικότητα με έναν τρόπο επιφανειακό, με έναν τρόπο αποσπασματικό και άκρως επικοινωνιακό, για να εξισορροπήσετε τις εντυπώσεις μπροστά στη μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια που έχει προκαλέσει η πολιτική σας, τη μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια που προκαλεί συνεχώς η διεύρυνση των ανισοτήτων, την ακρίβεια, που δημιουργεί την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια που βιώνει ο Έλληνας πολίτης, μπροστά στη μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια που εκδηλώθηκε πριν από έναν μήνα απέναντι στις αλλαγές που επιχειρείτε να φέρετε με έναν τρόπο αυταρχικό και μονόπλευρο στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, έρχεστε προσπαθώντας να δείξετε ένα κοινωνικό πρόσωπο, με έναν τρόπο όμως που είναι καθαρά αναποτελεσματικός, με έναν τρόπο που δεν μπορείτε κι εσείς ο ίδιος να δικαιολογήσετε ούτε καν πώς θα λειτουργήσει η χρηματοδότηση, ούτε καν τι φύση θα έχουν τα προγράμματα που έρχεται να υλοποιήσει το Ταμείο που συγκροτείται και προτείνεται με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.
Η πραγματικότητα, όπως αναφέρθηκε, κύριε Υφυπουργέ, και από τους προηγούμενους συναδέλφους και το οποίο ομολόγησε και με έναν τρόπο –θα έλεγα- μάλλον κυνικό ο Υπουργός Οικονομίας, ο κ. Αλογοσκούφης, πριν από λίγη ώρα απ’ αυτό το Βήμα, είναι ότι η χώρα μας έχει το θλιβερό προνόμιο πραγματικά να είναι στη δεύτερη χειρότερη θέση, όσον αφορά τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παράγεται πλούτος σ’ αυτή τη χώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αποτελέσματα της ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει ότι ο πλούτος, με βάση τις δικές σας πολιτικές, με βάση μία άδικη αναδιανομή του εισοδήματος, συνεχώς συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια.
Γιατί αυτό που δεν συμπλήρωσε ο κ. Αλογοσκούφης δεν είναι ότι απλώς, όπως και προηγούμενοι συνάδελφοι ανέφεραν, υπάρχει ένα 22% του ελληνικού λαού που ζει στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας, αλλά ότι αυτή τη στιγμή στη χώρα μας το 80% του πλούτου που παράγεται, συγκεντρώνεται στο 20% του ελληνικού πληθυσμού.
Μιλάμε, λοιπόν, εδώ για την πλήρη απεικόνιση, με ευρωπαϊκά πλέον στοιχεία, αυτό που λέμε και αυτό που συνεχώς καταγγέλλουμε στο δημόσιο λόγο, στον πολιτικό μας λόγο, ότι οι πολιτικές που εφαρμόζετε, οι επιλογές που υπηρετείτε, είναι επιλογές που υπηρετούν συνεχώς τους λίγους εις βάρος των πολλών, εις βάρος των εργαζομένων, των ασφαλισμένων, των επαγγελματιών και πάνω απ’ όλα εις βάρος των νέων ανθρώπων της πατρίδας μας.
Υπάρχουν συγκεκριμένα ερωτήματα, τα οποία δεν απαντήθηκαν. Δεν απαντήθηκαν ούτε από τον κύριο Υπουργό προηγούμενα, ούτε από τον Εισηγητή της Πλειοψηφίας. Και θα ήθελα κι εγώ να αναφερθώ σ’ αυτά.
Το πρώτο έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση αυτού του Ταμείου, μ’ αυτή τη φιλόδοξη πραγματικά ονομασία.
Ποιες θα είναι, λοιπόν, οι πηγές χρηματοδότησης; Μας τις αναφέρατε. Λέτε ότι θα ξεκινήσετε με 100.000.000 ευρώ –αυτά είναι για την ίδρυση του Ταμείου- αλλά από εκεί και πέρα δεν υπάρχει καμία εξασφάλιση, όσον αφορά το μέλλον αυτής της χρηματοδότησης. Και βέβαια, η εμπειρία από τις δικές σας επιλογές είναι ότι με μεγάλη ευκολία λέτε ωραίους στόχους, αλλά μετά δεν είστε συνεπείς, όπως είδαμε στα ασφαλιστικά ταμεία, όπως είδαμε στη δημόσια υγεία, όπως είδαμε στα θέματα του ΟΚΑΝΑ, που δυστυχώς είναι -με ένα θλιβερό τρόπο- επίκαιρα σήμερα, μετά το θάνατο της νέας κοπέλας.
Από εκεί και πέρα, ο τρόπος που πραγματικά παρουσίασε τους στόχους ο κ. Αλογοσκούφης –γι’ αυτό είπα ότι ήταν και κυνικός στον τρόπο που έθεσε τα θέματα- έχει να κάνει με μια στατιστική περισσότερο απεικόνιση του προβλήματος, παρά με μια ουσιαστική πολιτική αγωνία και μια ουσιαστική πολιτική επιδίωξη να αντιμετωπισθούν τα θέματα της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων που φυσικά, δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν μέσα από μια ασθενή επιδοματική πολιτική και από ένα Ταμείο, καθόσον αφορούν συνολικά την αναπτυξιακή κατεύθυνση της χώρας, το σχεδιασμό, την οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το τι είδους προγράμματα θα είναι αυτά τα οποία θα κληθούν να υλοποιήσουν αυτό το στόχο. Και εκεί οι απαντήσεις είναι ανεπαρκείς και όπως σωστά τέθηκε και από μια σειρά συναδέλφους προηγούμενα, χωρίς καμία εξασφάλιση συμμετοχής και ελέγχου της τοπικής αυτοδιοίκησης και των κοινωνικών φορέων.
Και το τρίτο και κρίσιμο ερώτημα, στο οποίο πραγματικά δεν υπάρχει μια αξιόπιστη απάντηση αφορά τα κριτήρια που θα εφαρμοσθούν ως προς τους δικαιούχους, διότι δυστυχώς η εμπειρία από την επανίδρυση του κράτους και την πελατειακή δική σας αντίληψη στη δημόσια διοίκηση είναι ότι περισσότερο αξιοποιείτε αυτές τις πολιτικές, πέρα από τις εντυπώσεις και την επικοινωνιακή πολιτική, προκειμένου -ιδιαίτερα σε περιόδους που έχουμε εκλογικές αναμετρήσεις ή διάφορα κρίσιμα ζητήματα και δυσκολίες που αντιμετωπίζετε στη διακυβέρνησή σας- να αντιμετωπίζετε τα ζητήματα με στενά κομματικά και πελατειακά κριτήρια.
Αυτά, λοιπόν, είναι τρία πολύ κρίσιμα ερωτήματα, πέραν της γενικής μας επιφύλαξης και αμφισβήτησης, κατά πόσον μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο κρίσιμο ζήτημα, όπως της διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και της νέας φτώχειας, με έναν τόσο επιφανειακό και αποσπασματικό τρόπο.
Θα ήθελα, όμως, να αναφερθώ και στην εμμονή που δείχνει η Κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός, αλλά που μας έδειξε και ο Υπουργός προηγούμενα –τελειώνω, κύριε Πρόεδρε- για την περίφημη μεταρρύθμιση, κάτι που ο ελληνικός λαός το έχει βιώσει με έναν αρνητικό και δραματικό τρόπο, το ίδιο και η οικονομία και η περιφερειακή ανάπτυξη. Και ειδικότερα, όπως φαίνεται, τώρα που ανακαλύψατε ξανά ότι υπάρχουν επιχειρήσεις στρατηγικού ενδιαφέροντος σε αυτή τη χώρα και ερχόσαστε πανικόβλητοι να αντιμετωπίσετε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως ο κίνδυνος επιθετικής εξαγοράς του Ο.Τ.Ε., κάτι για το οποίο θα επανέλθουμε φυσικά αύριο στην κατά άρθρο συζήτηση, αλλά όταν εσείς οι ίδιοι, με δική σας ευθύνη, κύριε Υφυπουργέ, με ευθύνη της Κυβέρνησής σας, ανοίξατε τη θεσμική κερκόπορτα, προκειμένου να απαλειφθούν και να καταργηθούν όλες εκείνες οι ασφαλιστικές δικλείδες, οι οποίες ήταν η εγγύηση για το δημόσιο έλεγχο του Ο.Τ.Ε. και προκειμένου να υπάρχει μια μακροπρόθεσμη πραγματικά δυνατότητα ανάπτυξης ενός τέτοιου στρατηγικού τομέα, όπως είναι οι τηλεπικοινωνίες.
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι αντί να εμμένετε όσον αφορά τη μεταρρύθμιση, καλά θα κάνατε να απολογηθείτε στον ελληνικό λαό, γιατί η δική σας αντίληψη για τη μεταρρύθμιση και η δική σας δογματική προσέγγιση στα θέματα αυτά έχει οδηγήσει ώστε πραγματικά να υπονομεύεται το δημόσιο συμφέρον. Δική σας αντίληψη για την απελευθέρωση, αντί να είναι, όπως σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρώπης αυτή την περίοδο, μια αναζήτηση για κανόνες υγιούς ανταγωνισμού και διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος, για εσάς είναι απλώς μια ευκαιρία εκποίησης του δημόσιου πλούτου και φυσικά διευθέτησης ιδιωτικών συμφερόντων και ιδιωτικών ολιγοπωλίων. Σας ευχαριστώ πολύ.»




