Η πρόσφατη συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για μία «μεταρρυθμιστική συνθήκη», μετά από μία μαραθώνια και επεισοδιακή συνεδρίαση, έσωσε προσωρινά τα προσχήματα και έδωσε μία περαιτέρω ανάσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναδεικνύοντας όμως ταυτόχρονα την κρίση στρατηγικού προσανατολισμού που την ταλανίζει τα τελευταία χρόνια. Όπως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2005 υπήρξε μία συμφωνία στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή για τις μελλοντικές δημοσιονομικές προοπτικές, έτσι και τώρα η συμφωνία που επιτεύχθηκε αποτρέπει ένα θεσμικό αδιέξοδο μετά το ναυάγιο της Συνταγματικής Συνθήκης.
Η ιστορία βέβαια μας διδάσκει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πολλές φορές προχωρήσει μέσα από μικρά βήματα και συμβιβασμούς. Γι’ αυτό δεν πρέπει να ισοπεδώσουμε την συμφωνία που επιτεύχθηκε, καθώς έχει αρκετές θετικές πλευρές, όπως ο δεσμευτικός χαρακτήρας της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (με την εξαίρεση της Βρετανίας), η ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η αναβάθμιση του ρόλου των Εθνικών Κοινοβουλίων. Απομένει ωστόσο να φανεί στην πράξη η επίπτωση που θα έχει αυτή η συμφωνία στον ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που συνεχώς αποδυναμώνεται τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της ενίσχυσης της διακυβερνητικής λογικής στο Συμβούλιο Υπουργών.
Το μεγάλο, όμως, ζήτημα σήμερα για την Ευρώπη δεν είναι οι επιμέρους θεσμικές ρυθμίσεις, αλλά ο γενικός στρατηγικός προσανατολισμός της, η αδυναμία της να διαδραματίσει ισχυρό ρόλο στη διεθνή σκηνή, η δυσκολία της να απαντήσει αποτελεσματικά στο μεγάλο δημοκρατικό και κοινωνικό αίτημα των λαών της. Αυτή η πραγματικότητα εκφράζεται ως πολιτική ανακολουθία στόχων και λόγων με τις αποφάσεις και τις πολιτικές που τελικά υλοποιούνται.
Γιατί, ενώ η μεγάλη διεύρυνση με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ήταν στρατηγικά και ιστορικά αναγκαία, δεν συνοδεύτηκε από την ανάλογη ενίσχυση της Πολιτικής Ενοποίησης, και δεν υποστηρίχθηκε από τις αναγκαίες δημοσιονομικές, αναπτυξιακές και κοινωνικές πολιτικές.
Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση μετατρέπεται συνεχώς σε μία υδροκέφαλη οικονομικά και εμπορικά δύναμη, με σαθρά πολιτικά και κοινωνικά πόδια. Η πραγματικότητα αυτή αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στον Κοινοτικό Προϋπολογισμό που σήμερα στην ΕΕ των 27 κρατών –μελών παραμένει καθηλωμένος ως προς τους ίδιους πόρους στα επίπεδα της ΕΕ των 15 κρατών – μελών.
Τα κρίσιμα αυτά θέματα είναι σήμερα μπροστά μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και αφορούν στο μέλλον του Κοινοτικού Προϋπολογισμού, της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, καθώς και στην ανάγκη μιας αποτελεσματικής και βιώσιμης αναπτυξιακής στρατηγικής που δεν θα αποτελεί άλλοθι για την απορρύθμιση της αγοράς, αλλά θα στοχεύει στη σύγχρονη οργάνωση της με κανόνες ανταγωνισμού, με σεβασμό του δημόσιου συμφέροντος, κατοχύρωση των εργασιακών σχέσεων, της συλλογικής αυτονομίας και του ρόλου των κοινωφελών υπηρεσιών.
Η ταύτιση που επιχειρείται της Ευρωπαϊκής πορείας με έναν νεοφιλελεύθερο μονόδρομο ενισχύει την κοινωνική αβεβαιότητα και τον ευρωσκεπτικισμό. Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παραμένει ο σταθερός δρόμος για το μέλλον, αλλά μέσα από έναν συνεχή αγώνα χρειάζεται να καθίσταται πιο δημοκρατική και κοινωνική, με ισχυρό ρόλο στη διεθνή σκηνή για την ειρήνη και τη συνεργασία απέναντι σε έναν ανισόρροπο μονοπολικό κόσμο.
Δυστυχώς, σ’ αυτήν την συγκυρία των κρίσιμων διαπραγματεύσεων σε ευρωπαϊκό πεδίο, η χώρα μας εξαιτίας των επιλογών και της πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ., έχει περιορισθεί στον άχαρο ρόλο του παρατηρητή- σχολιαστή των εξελίξεων, αντί να συμμετέχει με συγκεκριμένους στόχους και επιδιώξεις, ενώ θα συνεχίσει να πληρώνει για πολύ καιρό ακόμη, και μετά την τυπική έξοδο από την επιτήρηση, τις αρνητικές συνέπειες της «απογραφής».




