Απάντηση της Αναπληρωτού Υπουργού Εξωτερικών κας Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου σε επίκαιρη ερώτηση Βουλευτού του ΛΑ.Ο.Σ. κ. Κοραντή
Η επίκαιρη ερώτηση, του κ. Κοραντή
«Κυρία Υπουργέ, ο Τούρκος Πρωθυπουργός έρχεται σε λίγες μέρες στην Αθήνα για να λάβει μέρος στη Διεθνή Διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή στη Μεσόγειο και επιβεβαιώθηκε ότι θα συνοδεύεται από τον Υπουργό Εξωτερικών κύριο Νταβούτογλου, άρα θα υπάρξουν συνομιλίες –ως συνήθως- εφ’ όλης της ύλης με την Ελληνική Κυβέρνηση.
Ακριβώς πέντε μήνες μετά την τελευταία έλευση εδώ του κυρίου Ερντογάν είναι σαφές ότι το κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχει επιδεινωθεί και νομίζω ότι αυτό είναι μία κοινή παραδοχή. Άλλωστε γνωρίζετε ότι ο βαθμός της έντασης στις σχέσεις αυτές πάντοτε καθορίζεται από τους χειρισμούς της Άγκυρας και μάλιστα ύστερα από την έκβαση των πρόσφατων εκλογών στην Τουρκία είναι σαφές ότι η συνήθεια να αποδίδεται η προσπάθεια πρόκλησης έντασης μάλλον στο λεγόμενο στρατιωτικό κατεστημένο δεν έχει κανένα νόημα.
Ο κύριος Καλίν, σύμβουλος του κυρίου Ερντογάν, με δημόσια δήλωσή του τόνισε ότι κύριος στόχος της Άγκυρας είναι να επιλέξει πώς θα μοιραστούμε το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, προσθέτοντας ότι η προταθείσα από την Τουρκία μείωση των εξοπλισμών θα έλθει ως φυσικό επακόλουθο της συνολικής διευθέτησης των προβλημάτων Αιγαίο, μειονότητα, Χάλκη.
Να σας δώσω το δείγμα της τουρκικής επιθετικότητας; Η αλβανοτουρκική συμφωνία λιμενικών διευκολύνσεων που μας κλείνει σε μία στρατηγική «μέγγενη», η υποστήριξη των τσάμηδων, η παντοειδής –διμερώς και πολυμερώς- υποστήριξη προς τα Σκόπια, η προπαγάνδα στις ΗΠΑ, η ακάματη δραστηριότητα κατά της Ελλάδος στα πλαίσια του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης αλλά σε διμερή πλαίσια. Δείγματα επιθετικότητας η θρασεία πρόταση του κυρίου Καλίν –ομιλούντος βεβαίως για λογαριασμό του αφεντικού του- να αρθεί το casus belli εφόσον η Ελλάδα δεσμευτεί να μην επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, δικαίωμα που της παρέχει το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, οι συνεχείς προσβολές στα νερά του Αιγαίου με τουρκικά πολεμικά που «κόβουν οκτάρια» στα ανοιχτά της Ραφήνας υπό το πρόσχημα αβλαβούς διέλευσης, το πρόσφατο επεισόδιο με την απόπειρα διεμβόλισης εκ μέρους τουρκικής φρεγάτας ενός περιπολικού του Λιμενικού εντός ελληνικών χωρικών υδάτων έξω από την Ψέριμο το οποίο η Ελληνική Κυβέρνηση –όπως γνωρίζετε- αποσιώπησε. Σχεδόν καθημερινές προσβολές όπως η προχθεσινή στο Αγαθονήσι, υπερπτήσεις τουρκικών οπλισμένων μαχητικών πάνω από ελληνικά νησιά.
Το μόνιμο θέατρο της ιστοσελίδας του ΓΕΕΘΑ που ισχυρίζεται ότι το 2010 υπήρξαν –κρατηθείτε- διακόσια πενήντα πέντε περιστατικά παρενόχλησης ασκουμένων τουρκικών αεροσκαφών στο διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου από αεροσκάφη της πολεμικής αεροπορίας μας. Ως προς τη Θράκη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα επανέλθω.
Το ερώτημα μου, συνεπώς κύριε Υπουργέ, είναι μέχρι πότε η Κυβέρνηση θα παρακολουθεί αμήχανη τις βουλιμικές συμπεριφορές της Άγκυρας και τι προτίθεται να κάνει –με ποιες συγκεκριμένες ενέργειες- ώστε να αντικρούσει αυτή την αυξανόμενη επιθετικότητα.»
Η απάντηση της Αναπληρωτού Υπουργού Εξωτερικών Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου
«Αγαπητέ συνάδελφε η σημερινή ερώτηση συζητείται υπό το φως της επικείμενης επίσκεψης του Τούρκου Πρωθυπουργού την επόμενη εβδομάδα. Μια επίσκεψη, που δεν έχει βέβαια διμερή χαρακτήρα αυτή τη φορά, δεδομένου ότι πραγματοποιείται στο πλαίσιο της Διεθνούς Διάσκεψης για την κλιματική αλλαγή στις χώρες της Μεσογείου. Στο πλαίσιο μιας σημαντικής πρωτοβουλίας που έχει αναλάβει η Κυβέρνηση.
Έχει όμως σίγουρα η επίσκεψη αυτή την αξία και το συμβολισμό της. Καθώς, θα είναι η δεύτερη φορά φέτος που ο Τούρκος Πρωθυπουργός θα έρθει στην Αθήνα, μετά την επίσκεψη του περασμένου Μαΐου και τη σύσταση τότε του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ των δυο χωρών.
Θα είναι συγχρόνως η πολλοστή συνάντηση της πολιτικής ηγεσίας ανάμεσα στις δυο χώρες μέσα σε ένα χρόνο. Και εγγράφεται στο πλαίσιο των πυκνών ελληνοτουρκικών επαφών, σε όλα τα επίπεδα. Πολιτικά, διπλωματικά, υπηρεσιακά, που πραγματοποιούνται όλο αυτό το διάστημα.
Η πολιτική, κ. συνάδελφε, που ακολουθούμε έναντι της Τουρκίας είναι αφ' ενός η επιλογή για την εμβάθυνση και τη διεύρυνση των σχέσεών μας και αφ’ ετέρου η αναζήτηση πεδίων συνεργασίας προκειμένου να μπορέσουμε να έχουμε αμοιβαία οφέλη, μέσα από αυτή την εμβάθυνση της συνεργασίας.
Αλλά θέλω όμως να σας διαβεβαιώσω και να διαβεβαιώσω το Σώμα ότι το εύρος των συζητήσεων και ο ρυθμός αυτών των επαφών, η προοπτική της σχέσης μας είναι κάτι που ορίζουμε εμείς από τη δική μας πλευρά, στη βάση συγκεκριμένων στόχων και αρχών.
Και αυτό είναι κάτι που σημαίνει ότι τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Γιατί, εμείς από την πλευρά μας, έχουμε θέσει αυτή τη διαδικασία της προσέγγισης σε ξεκάθαρες βάσεις. Τις έχουμε ξεκαθαρίσει σε όλα τα επίπεδα που δεν αμφισβητούνται από κανέναν.
Η Ελλάδα ακολουθεί διαχρονικά μια εξωτερική πολιτική αρχών. Είναι πάντα συνεπής στην τήρηση της διεθνούς νομιμότητας, είμαστε παράγοντες ειρήνης, σταθερότητας, συνεργασίας και στην προμετωπίδα της δικής μας πολιτικής είναι το Διεθνές Δίκαιο.
Άρα, είμαστε σαφείς ότι εμείς δεν ανεχόμαστε και δεν πρόκειται ποτέ να ανεχθούμε –και θέλω να σας διαβεβαιώσω άλλη μια φορά από αυτό το βήμα- πρακτικές που παραβιάζουν αυτή τη διεθνή νομιμότητα. Κατοχυρώνουμε τα εθνικά μας συμφέροντα, κατοχυρώνουμε απαρέγκλιτα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνεται προσβολή ή απόπειρα προσβολής τους.
Και αυτό, επειδή αναφερθήκατε και σε ορισμένα περιστατικά, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι γίνεται σε κάθε επίπεδο. Τα αναδεικνύουμε και επιχειρησιακά και διπλωματικά κ. συνάδελφε, δεν μένει τίποτε αναπάντητο. Είναι σαφές ότι στηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, αλλά είναι επίσης σαφές ότι αυτή η προοπτική, που είναι μια προοπτική για την ειρήνη τη σταθερότητα την ασφάλεια στην περιοχή μας, οφείλει να συμβαδίζει και να εκπληρώνει συγκεκριμένους όρους. Είναι όροι που θέτουμε εμείς αλλά είναι και όροι ευρωπαϊκοί.
Είναι όροι, που τίθενται από την ίδια την ευρωπαϊκή διαδικασία της ενταξιακής προοπτικής και έχουν να κάνουν με την κατοχύρωση στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια της καλής γειτονίας, του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου, των δικαιωμάτων των θρησκευτικών και των μειονοτήτων στην Τουρκία και φυσικά των δικαιωμάτων και της υπόστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όπως επίσης βέβαια και την υποχρέωση της Τουρκίας να σέβεται και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της απέναντι σε όλα τα κράτη - μέλη, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Κυπριακής Δημοκρατίας.»
Δευτερολογία:
«Θέλω άλλη μια φορά με απόλυτο συναίσθημα ευθύνης όταν συζητάμε για τόσο σοβαρά θέματα, να σας διαβεβαιώσω ότι η Κυβέρνηση προασπίζεται σε όλα τα μέτωπα τα εθνικά μας συμφέροντα, τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Και φυσικά και επειδή αναφερθήκατε συγκεκριμένα χωρίς καμία έκπτωση σε κανένα από αυτά τα δικαιώματα.
Εξάλλου όταν αναφέρθηκα στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας είναι σαφές ότι αυτό είναι ένα πλαίσιο το οποίο δημιουργεί εκείνο το μηχανισμό ελέγχου, πιέσεων, κινήτρων προς την Άγκυρα. Προκειμένου, ακριβώς να ελεγχθεί, να ενθαρρυνθεί και να συμμορφωθεί με μια σειρά από βασικές αρχές και πάνω απ’ όλα με το ίδιο το κοινοτικό κεκτημένο, που όπως ξέρετε είναι η βάση οποιασδήποτε τέτοιας συζήτησης. Και το Δίκαιο της Θάλασσας –επειδή κάνατε συγκεκριμένες αναφορές και σωστά- είναι κομμάτι του κοινοτικού κεκτημένου.
Άρα η πορεία της Τουρκίας όταν ελέγχεται, ελέγχεται σε όλα αυτά τα επίπεδα. Για τις εσωτερικές της μεταρρυθμίσεις γιατί ξέρουμε ότι όσο πιο πολύ ενισχύεται η δημοκρατική θεσμική λειτουργία σε κάθε χώρα και φυσικά και στην Τουρκία, αυτό την καθιστά έναν πιο σταθερό συνομιλητή και γείτονα. Ελέγχεται όσον αφορά φυσικά τις σχέσεις καλής γειτονίας, αλλά φυσικά και στην ανάγκη να σεβαστεί κομμάτια του κοινοτικού κεκτημένου όπως είναι το Δίκαιο της Θάλασσας και φυσικά η ανάγκη να ομαλοποιήσει και να έχει ακριβώς την ίδια συμπεριφορά σε όλα τα κράτη - μέλη και, επαναλαμβάνω εδώ, στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Αυτή η διαδικασία, αυτή η επιλογή της Ελλάδας, δηλαδή να ενθαρρύνει και να έχει μια σταθερή προσέγγιση απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και όταν εμείς μιλάμε με ξεκάθαρα λόγια και λέμε «ενταξιακή προοπτική» είναι ακριβώς κ. συνάδελφε για να μπορεί να είναι πειστικά και τα μέσα του ελέγχου και τελικά της πίεσης προς την Άγκυρα για συμμόρφωση.
Γιατί, καταλαβαίνετε, ότι μια λογική ειδικών σχέσεων δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα πίεσης ή συμμόρφωσης προς την Άγκυρα, καθώς στην πράξη θα έδινε μια σειρά από σημαντικά οφέλη και χρηματικά χωρίς υποχρεώσεις.
Θέλω και από αυτό το βήμα άλλη μια φορά να διαβεβαιώσω: Η πολιτική μας σε όλα τα επίπεδα είναι πολιτική που αναδεικνύει συνεχώς και διασφαλίζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, τα εθνικά μας συμφέροντα. Και επειδή αναφερθήκατε σε περιστατικά, τα οποία πολλά από αυτά ακριβώς έτσι είναι. Και για το Αγαθονήσι και για ζητήματα που θέλω να σας διαβεβαιώσω, και το ξέρετε πολύ καλά και από την εμπειρία σας ότι κάθε φορά αυτά τα ζητήματα αναδεικνύονται με όλους τους τρόπους και με όλα τα μέσα τα διπλωματικά και τα πολιτικά που έχουμε, και προς τους εταίρους μας, και λαμβάνονται υπόψη πολύ σοβαρά. Και στη συνολική αξιολόγηση και των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από την άλλη πλευρά όμως ταυτόχρονα, πιστεύω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε και η συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού, ότι ταυτόχρονα αναζητούμε πεδία που να υπάρξουν προσεγγίσεις, συνεργασίες. Στο οικονομικό, στο εμπορικό, στο τουριστικό επίπεδο. Είναι θέματα και που με το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας έχουν δρομολογηθεί και νομίζουμε ότι μέσα και από αυτές τις διαδικασίες, μπορούμε να αναπτύξουμε επωφελείς σχέσεις αλλά πάντα κάτω από τις βασικές μας αρχές διασφάλισης των δικαιωμάτων και των συμφερόντων μας.»




