Απάντηση σε Ερώτηση του Βουλευτή του ΛΑ.Ο.Σ. κ. Αθανασίου Πλεύρη, σχετικά με το εμβόλιο της νέας γρίπης Η1Ν1.
«Σίγουρα τώρα δεν έχει την ίδια επικαιρότητα με όταν την είχατε καταθέσει, παρ’ ότι ξέρετε ότι εκείνη την περίοδο είχαμε την ευκαιρία σε πολλές συνεδριάσεις να αναφερθούμε σ’ αυτό το θέμα. Όμως, από την άλλη έχουμε την ευκαιρία να δούμε τώρα πιο σφαιρικά το ζήτημα, οπότε δεν θα απαντήσω μόνο στις ερωτήσεις, αλλά θα κάνω μία αποτίμηση με την ευκαιρία της δική σας ερώτησης.
Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι υπήρξε μία υπερβολή συνολικά στο θέμα της πανδημίας, μία υπερβολή αρχικά στους φόβους για την πανδημία, μία υπερβολή στη συνέχεια στους φόβους για την ασφάλεια του εμβολίου και τώρα έχουμε περάσει στο άλλο άκρο, μία υπερβολή στο αν χρειαζόταν να υπάρχει πρόγραμμα εμβολιασμού.
Εγώ, αγαπητέ συνάδελφε, θα έλεγα –επειδή ξέρετε ήταν το πρώτο θέμα που αναγκάστηκα να αντιμετωπίσω με το που ανέλαβα στο Υπουργείο Υγείας στις 7 Οκτωβρίου- ότι πρώτα απ’ όλα, σωστά η χώρα μας οργάνωσε εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού. Σε εκείνη τη φάση δεν μπορούσαμε να ξέρουμε πώς θα εξελισσόταν ο χειμώνας. Είχαμε σύμμαχο, όπως αποδείχθηκε, έναν ήπιο χειμώνα, ο οποίος βοήθησε ώστε η έξαρση της πανδημίας που παρατηρήσαμε, κυρίως τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο, να μη συνεχίσουν μετά τα Χριστούγεννα. Αλλά, αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσαμε να το γνωρίζουμε, άρα, λοιπόν, η χώρα μας σωστά οργάνωσε ένα πρόγραμμα εμβολιασμού.
Από την άλλη, όσον αφορά την ασφάλεια του εμβολίου, τηρήσαμε –επειδή η δημόσια υγεία δεν είναι πεδίο μικροκομματικής- και η προηγούμενη Κυβέρνηση και εμείς στη συνέχεια, στην υλοποίηση αυτού του προγράμματος, απαρέγκλιτα τις οδηγίες που μας έρχονταν από το Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και φυσικά, από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς φορείς, όσον αφορά τον έλεγχο των φαρμάκων.
Σε κάθε περίπτωση, υπήρξε μία κλιμάκωση της πανδημίας τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο. Ξέρετε, ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά, ότι αναγκαστήκαμε προληπτικά να κλείσουμε πάρα πολλά σχολεία και αυτό λειτούργησε. Και το πρόγραμμα εμβολιασμών είχε μία σχετική επιτυχία, καθώς εμβολιάστηκαν τριακόσιοι εξήντα χιλιάδες συμπολίτες μας. Ταυτόχρονα, όμως, είχαμε και ένα θλιβερό απολογισμό. Είχαμε 160 θανάτους, θάνατοι που ενδεχομένως αν αυτοί οι άνθρωποι –που οι περισσότεροι είχαν και προβλήματα υγείας, και αυτούς προτρέπαμε και κατά προτεραιότητα να εμβολιαστούν- αν είχαν εμβολιαστεί, να είχαν κερδίσει τη μάχη με το θάνατο.
Δύο παρατηρήσεις ακόμη. Η ιστορία αυτή απέδειξε ότι υπάρχει ανάγκη για ένα ανεπτυγμένο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στη χώρα μας, γιατί για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε σε ένα εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών, αναγκαστήκαμε να επιστρατεύσουμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, δηλαδή τα νοσοκομεία.
Επίσης, βέβαια, πρέπει να πω μέσα στις πολλές υπερβολές που επικράτησαν γύρω από το ζήτημα αυτό, υπήρχε και μία υπερβολή από την προηγούμενη Κυβέρνηση στην παραγγελία των εμβολίων, κάτι το οποίο εμείς από τις 16 Δεκεμβρίου ξεκαθαρίσαμε ότι δεν θα παραλαμβάναμε άλλα εμβόλια και από τις 30 Δεκεμβρίου καταγγείλαμε και τις συμβάσεις για πάνω από δώδεκα εκατομμύρια εμβόλια, εκτιμώντας ότι σύμφωνα με την εξέλιξη της πανδημίας και το πρόγραμμα εμβολιασμού, είχαμε πλέον ένα ικανό απόθεμα και δεν χρειαζόμασταν τη συνέχεια αυτής της παραγγελίας. Σας ευχαριστώ πολύ.»
Δευτερολογία
«Είναι μεγάλο θέμα και πολύ ενδιαφέρον. Είχαμε και την ευκαιρία στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων, είχαμε φέρει τότε και τους αρμόδιους επιστήμονες, την Πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής για την Πανδημία, τον Πρόεδρο του ΚΕΠΝΟΗ που είναι και επιστήμονες κορυφής, αναγνωρισμένοι. Έχετε κατ’ αρχάς δίκιο για πάρα πολλά πράγματα.
Πρώτα απ’ όλα δεν χωρεί κινδυνολογία. Είναι άλλο πράγμα η ελευθερία έκφρασης στην επιστήμη -που είναι το ζητούμενο και είναι αν θέλετε η βάση της επιστημονικής έρευνας- ο κάθε επιστήμονας έχει δικαίωμα να την εκφράζει, αλλά είναι άλλο πράγμα να την εκφράζει σε ένα συνέδριο, όπου το κάθε τι που λέει λαμβάνεται με μία άλλη διάσταση και άλλο πράγμα μία πολυφωνία στα Μέσα Ενημέρωσης, η οποία έφθασε κάποια στιγμή τα όρια της κινδυνολογίας.
Από την πλευρά μας ξέρετε θα ήταν πάρα πολύ εύκολο την επομένη των εκλογών και με το κλίμα των εκλογών να βγούμε και να είμαστε καταγγελτικοί. Δεν το επιλέξαμε αυτό και το κάναμε συνειδητά, γιατί θεωρούμε ότι σε θέματα δημόσιας υγείας και ειδικά τότε ακόμα με μία εξέλιξη της πανδημίας που δεν μπορούσαμε εκ των προτέρων να ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί και όταν όλη η Ευρώπη, η οποία είχε νωρίτερα χειμώνα έκανε προγράμματα εμβολιασμών, η Σουηδία έφθασε στα 5 εκατομμύρια, που έχει περίπου τον ίδιο πληθυσμό με εμάς και είναι σοβαρό κοινωνικό κράτος. Δεν επιλέξαμε τη μικροκομματική. Επιλέξαμε, όμως, να πούμε την αλήθεια.
Για να είμαι δίκαιη θα πω δύο πράγματα. Υπήρξε υπερβολή με σαφήνεια στην παραγγελία των εμβολίων. Ιδιαίτερα η δεύτερη δόση της παραγγελίας έγινε μέσα σε προεκλογικό χρόνο, όπως ξέρετε. Ένα θέμα μόνο θα πω ότι η παγκόσμια τότε ακόμα επιστημονική κοινότητα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν είχε αποσαφηνίσει εάν χρειάζονται μία ή δύο δόσεις. Αλλά ακόμα και μ' αυτό, το οποίο αποσαφηνίστηκε τέλη Οκτωβρίου, ήταν υπερβολική γιατί για να υπάρχει η ασπίδα ανοσίας δεν χρειαζόταν κάθε Έλληνας ένα εμβόλιο, όπως είχε πει ο πρώην Πρωθυπουργός.
Σε κάθε περίπτωση θεωρώ, όμως, ότι εδώ που είμαστε τώρα, εμείς καταγγείλαμε τις συμβάσεις, γιατί θα ήταν και παράλογο σε μία περίοδο δημοσιονομικής δυσκολίας να χαρίσουμε 64 εκατομμύρια ευρώ, όταν δίνουμε μάχη για να εξασφαλίσουμε τα χρήματα για τις εφημερίες και για το Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ας βγάλουμε κάποια θετικά συμπεράσματα, να πούμε ότι στα θέματα δημόσιας υγείας χρειάζεται υπευθυνότητα, χρειάζεται να μιλούν οι εκφραστές των επίσημων επιστημονικών φορέων. Από εκεί και πέρα βέβαια χρειάζεται μία σωστή ενημέρωση του κόσμου, εκεί πρέπει να συμβάλουμε όλοι και με τον πολιτικό μας λόγο και το δημοσιογραφικό μας λόγο. Σε κάθε περίπτωση επαναλαμβάνω ότι ένα κρίσιμο ζήτημα είναι η πρόληψη στη χώρα μας, η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και η πρόληψη. Το να υπάρχει ένα εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού ήταν κάτι θετικό και πρέπει να δούμε πως θα αξιοποιήσουμε αυτήν την εμπειρία στο μέλλον. Σας ευχαριστώ πολύ.»




